Η ρομποτική χειρουργική αποτελεί μία από τις πιο καινοτόμες και τεχνολογικά προηγμένες μορφές ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής. Η εξέλιξή της στηρίχθηκε στη συνδυαστική πρόοδο της ιατρικής, της πληροφορικής και της μηχανολογίας, προσφέροντας στον χειρουργό τη δυνατότητα να εκτελεί πολύπλοκες επεμβάσεις με υψηλή ακρίβεια και ασφάλεια.
Η Ρομποτική Χειρουργική βασίζεται στη χρήση ενός ειδικά σχεδιασμένου χειρουργικού συστήματος, όπως είναι το ευρέως διαδεδομένο σύστημα da Vinci, το οποίο αποτελείται από τρία κύρια μέρη:
Ουσιαστικά, η ρομποτική χειρουργική βασίζεται στις αρχές της λαπαροσκοπικής τεχνικής, με τη διαφορά ότι ο χειρουργός δεν κρατά αυτοπροσώπως τα λαπαροσκοπικά εργαλεία. Αντίθετα, ελέγχει εξ αποστάσεως, από την κονσόλα, ειδικούς ρομποτικούς βραχίονες που αναπαράγουν με εξαιρετική πιστότητα τις κινήσεις των χεριών του. Αυτή η δυνατότητα «εξάλειψης» του φυσιολογικού τρεμούλιασματος του χεριού, καθώς και η εργονομία που προσφέρουν τα ρομποτικά εργαλεία, επιτρέπουν παρεμβάσεις μεγάλης ακρίβειας ακόμη και σε δυσπρόσιτες ή ευαίσθητες ανατομικές περιοχές. Η ιδέα μίας «τηλεχειριζόμενης» χειρουργικής εμφυσήθηκε στη δεκαετία του 1980, με αρχική στόχευση τη δυνατότητα επεμβάσεων σε αστροναύτες ή στρατιωτικά πεδία. Σήμερα, αξιοποιείται σε πλήθος ιατρικών ειδικοτήτων, με τη γυναικολογική ογκολογία να αναδεικνύεται σε έναν από τους σημαντικότερους τομείς εφαρμογής της.
Η πρόπτωση μήτρας αποτελεί μια μορφή πρόπτωσης πυελικών οργάνων, όπου η μήτρα κατέρχεται από τη φυσιολογική της θέση προς τον κόλπο, λόγω εξασθένησης των μυών και των συνδέσμων του πυελικού εδάφους.
Γνωστά και ως λειομυώματα, τα ινομυώματα μήτρας είναι καλοήθεις όγκοι που αναπτύσσονται από τον λείο μυϊκό ιστό της μήτρας. Αποτελούν την πιο συχνή μορφή καλοήθων όγκων στο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα, με συχνότητα εμφάνισης που κυμαίνεται μεταξύ 20% και 40% στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Η ενδομητρίωση είναι μια χρόνια, οιστρογονοεξαρτώμενη γυναικολογική πάθηση κατά την οποία ιστός παρόμοιος με το ενδομήτριο αναπτύσσεται εκτός της μήτρας. Αυτή η ανώμαλη ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή, πόνο και προβλήματα γονιμότητας.
Η υστερεκτομή, η αφαίρεση δηλαδή της μήτρας, αποτελεί μια από τις πιο συχνές χειρουργικές επεμβάσεις στη γυναικολογία. Σήμερα, η ραγδαία εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας επιτρέπει την υλοποίηση της υστερεκτομής με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, οι οποίες όχι μόνο μειώνουν την χειρουργική καταπόνηση, αλλά συμβάλλουν και στη διατήρηση του πυελικού εδάφους και της ομαλής λειτουργίας του.
Στον κλάδο της γυναικολογικής ογκολογίας, η ρομποτική χειρουργική διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διάγνωση και αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων που αφορούν τη μήτρα (ενδομήτριο και τράχηλο), τις ωοθήκες, τους σάλπιγγες και το αιδοίο. Η ρομποτική προσέγγιση επιτρέπει αφενός τη ριζική αφαίρεση των παθολογικών ιστών με μεγαλύτερη ακρίβεια, αφετέρου τη διατήρηση ήπιου μετεγχειρητικού τραύματος, που μεταφράζεται σε ταχύτερη ανάρρωση και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Οι συχνότερες ενδείξεις χρήσης της ρομποτικής χειρουργικής στη γυναικολογική ογκολογία περιλαμβάνουν αρχικά στάδια καρκίνου του ενδομητρίου, όπου πραγματοποιείται ρομποτικά υστερεκτομή και λεμφαδενεκτομή με ελάχιστο χειρουργικό τραύμα.
Επιπλέον, σε αρχικά στάδια καρκίνου τραχήλου μήτρας, εφαρμόζεται η ριζική υστερεκτομή ή τραχηλεκτομή, συχνά με nerve-sparing τεχνικές. Στον καρκίνο των ωοθηκών, σε προεπιλεγμένα περιστατικά, η ρομποτική τεχνολογία συμβάλλει στην ακριβέστερη σταδιοποίηση της νόσου, ιδιαίτερα όταν απαιτείται έλεγχος λεμφαδένων ή αφαιρέσεις μικρότερων εστιών. Επίσης, σε περίπτωση καρκίνου του αιδοίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ρομποτική ή λαπαροσκοπική προσέγγιση για βουβωνική λεμφαδενεκτομή, ενώ πλέον συχνότερα εφαρμόζεται και η τεχνική φρουρού λεμφαδένα (sentinel node).
Με την πρόοδο της ρομποτικής τεχνολογίας, οι χειρουργικές επεμβάσεις στη γυναικολογική ογκολογία γίνονται πιο στοχευμένες, επιτρέποντας ένα πιο λεπτομερές ογκολογικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, η διατήρηση των φυσιολογικών λειτουργιών (π.χ. λειτουργία της ουροδόχου κύστης, νεύρα της πυέλου) είναι βελτιστοποιημένη, έχοντας ιδιαίτερη σημασία για την ποιότητα ζωής των ασθενών μετά τη θεραπεία.